Η καταδολίευση δανειστών ως ποινικό αδίκημα

Αναστάσιος Ντόζης

5/16/2024

   Συμβαίνει συχνά κάποιος να έχει δημιουργήσει χρέη προς τρίτους και να μην μπορεί να τα εξοφλήσει. Στις περιπτώσεις αυτές καθίσταται αναγκαίο να εκποιηθούν από τον οφειλέτη κάποια περιουσιακά του στοιχεία, όπως κάποιο ακίνητο ή κάποιο δικαίωμα επί ακινήτου, προκειμένου να εξοφλήσει την απαίτηση του δανειστή του. Η επιλογή αυτή είναι συνήθης, κυρίως όταν ο οφειλέτης διαθέτει και άλλα περιουσιακά στοιχεία στην κυριότητά του, οπότε το να εκποιήσει ένα εξ αυτών και να εξοφλήσει τα οφειλόμενα, λαμβάνεται σχετικά εύκολα. Το πρόβλημα ανακύπτει όταν δεν επαρκεί η περιουσία του οφειλέτη για την εξόφληση των χρεών και ειδικά όταν διαθέτει ένα μόνο περιουσιακό στοιχείο, το οποίο δεν επιθυμεί να «θυσιάσει» για να εξοφλήσει. Στην περίπτωση αυτή, αν εκποιήσει ή αποκρύψει το περιουσιακό του στοιχείο με σκοπό τη ματαίωση της ικανοποίησης του δανειστή του, τότε προβαίνει σε μη νόμιμη ενέργεια, η οποία επισύρει κυρώσεις. Πέρα από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα που δίνουν τη δυνατότητα στον δανειστή να επιδιώξει την ακύρωση (διάρρηξη) της παραπάνω δικαιοπραξίας ως καταδολιευτικής και την επιστροφή του ακινήτου, δικαιώματος κλπ στον οφειλέτη, ενδέχεται ο οφειλέτης να διωχθεί και ποινικά, αν κατατεθεί η σχετική έγκληση από τον δανειστή, εναντίον του.
   Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 397 παρ. 1 του Ποινικού μας Κώδικα, «ο οφειλέτης ο οποίος εν γνώσει ματαιώνει ολικά ή εν μέρει την ικανοποίηση του δανειστή του εκποιώντας ή αποκρύπτοντας στοιχεία της περιουσίας του τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο (2) έτη ή χρηματική ποινή». Σύμφωνα δε με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου « Με την ποινή της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται και ο οφειλέτης ο οποίος εν γνώσει ματαιώνει ολικά ή εν μέρει την ικανοποίηση του δανειστή του που έχει σε βάρος του βέβαιη και εκκαθαρισμένη απαίτηση, αν ενόψει της επικείμενης εκπλήρωσης της υποχρέωσής του: α) βλάπτει, καταστρέφει, καθιστά χωρίς αξία, αποκρύπτει ή απαλλοτριώνει χωρίς ισότιμο και αξιόχρεο αντάλλαγμα οποιοδήποτε περιουσιακό του στοιχείο ή β) κατασκευάζει ψεύτικα χρέη ή ψεύτικες δικαιοπραξίες.»
    Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της καταδολίευσης δανειστών απαιτείται η ολική ή μερική ματαίωση της ικανοποίησης της απαίτησης του δανειστή με έναν από τους παρακάτω τρόπους: α) με βλάβη, καταστροφή ή εκμηδένιση της αξίας οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου, β) με απόκρυψη του στοιχείου αυτού, γ) με απαλλοτρίωση χωρίς ισάξιο και αξιόχρεο αντάλλαγμα, δ) με δημιουργία ψεύτικων χρεών ή δικαιοπραξιών. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι ανωτέρω τρόποι δεν πρέπει να αντιφάσκουν μεταξύ τους και μεταξύ του δράστη και του παθόντος πρέπει να υπάρχει σχέση οφειλέτη και δανειστή και η απαίτηση αυτή να είναι οπωσδήποτε βέβαιη και εκκαθαρισμένη, κάτι που με μέχρι το έτος 2019 δεν απαιτείτο, αλλά αρκούσε το γεγονός ότι απλά υπήρχε βάσιμη και δικαστικά επιδιώξιμη περιουσιακή αξίωση εναντίον του οφειλέτη. Ή νέα ρύθμιση είναι σαφώς ευμενέστερη για τον δράστη του αδικήματος. Ως απαλλοτρίωση, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, νοείται κάθε νομική διάθεση με την οποία ο οφειλέτης αποχωρίζεται από τα περιουσιακά του στοιχεία χωρίς ισότιμο και αξιόχρεο αντάλλαγμα, εφόσον με τη διάθεση αυτή αποκλείεται ή ματαιώνεται η ικανοποίηση του δανειστή, ενώ ψευδής νοείται και η εικονική δικαιοπραξία, δηλαδή εκείνη που δεν γίνεται στα σοβαρά, αλλά μόνο φαινομενικά (άρθρο 138 παρ. 1 ΑΚ).
    Ως προς την υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος πλέον απαιτείται η συνδρομή άμεσου δόλου και ειδικά αιτιολογημένου, μη αρκούντος του ενδεχόμενου δόλου. Και σ αυτήν την περίπτωση ο νομοθέτης έχει περιλάβει ευμενέστερη διάταξη για τον κατηγορούμενο, σε σχέση με το παρελθόν.
    Γενικά και από την εμπειρία μου θα έλεγα ότι στο παρελθόν αρκετοί οφειλέτες επέλεγαν να μετέλθουν καταδολιευτικές δικαιοπραξίες, με σκοπό την πρόσκαιρη αποφυγή αναγκαστικών μέτρων κατά της μοναδικής τους περιουσίας, από τους δανειστές τους. Η αποδοκιμαστέα αυτή τακτική θεωρώ ότι σε ένα βαθμό συντηρούνταν και από τις χρόνιες παθογένειες του συστήματος απονομής δικαιοσύνης στη χώρα μας, διότι απαιτούνταν πολύχρονες και πολυέξοδες δίκες, μέχρι ο δανειστής να δικαιωθεί, αν είχε δίκιο βεβαίως. Συνεπώς, συχνά αποθαρρύνετο αυτός και τα παρατούσε. Όμως, αυτό δεν ισχύει πλέον, καθώς ειδικά η πολιτική δίκη έχει επιταχυνθεί σε σημαντικό βαθμό και γίνονται ανάλογες προσπάθειες και προς την κατεύθυνση της ποινικής δίκης. Επίσης, δεν υπήρχαν και αυτοί οι εξωδικαστικοί μηχανισμοί ρύθμισης των χρεών που υπάρχουν σήμερα, οπότε θα μπορούσε κάποιος να κατανοήσει σε κάποιο βαθμό και τον οφειλέτη, που περιερχόταν σε πραγματικό αδιέξοδο.
    Το θέμα της καταδολίευσης δανειστών, είτε στην αστική του διάσταση είτε στην ποινική του τοιαύτη, έχει πάρα πολλές λεπτομέρειες και ιδιομορφίες, οι οποίες δεν πρόκειται να αναλυθούν σήμερα. Απαιτούν όμως εμπειρία και νομική κατάρτιση για να οδηγήσουν σε ορθό αποτέλεσμα και στη δικαίωση του αδικούμενου οφειλέτη ή δανειστή.